κατεκτυπούμαι

κατεκτυπούμαι
κατεκτυποῡμαι, -έομαι (Α)
εκτυπώνομαι, είμαι αποτυπωμένος, προσκολλημένος στην όψη τού υφάσματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”